Λίγα λόγια για την έκθεση:
Φωτογράφισαν τον εγγονό του Ναπολέοντα στο Μοναστήρι (Bitola) το 1905, κινηματογράφησαν επίσκεψη του σουλτάνου Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάντ στη Θεσσαλονίκη το 1911 στο πλαίσιο περιοδείας του στα Βαλκάνια, ακολούθησαν με τον φακό τους την καθημερινότητα της βλαχικής κοινότητας, ανέδειξαν τον «σκιώδη», αλλά θεμελιώδη ρόλο των γυναικών στη συνεκτικότητά της και συνέθεσαν την εικόνα της εκπαίδευσης στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας.
Οι οραματιστές, τολμηροί αδερφοί Γιάννης και Μίλτος Μανάκια ή Μανάκη με αφετηρία την Αβδέλλα Γρεβενών, οι οποίοι ταξίδεψαν εκτός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έφεραν την τέχνη της φωτογραφίας και του κινηματογράφου στην περιοχή των Βαλκανίων και κατέγραψαν όλα τα σημαντικά γεγονότα, από τους Βαλκανικούς έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και τα ντοκουμέντα τους για τους ανθρώπους και τους τόπους που συνάντησαν προβάλλονται σε νέα έκθεση του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα.
Η έκθεση «Γιάννης και Μίλτος Μανάκια. Τα πρόσωπα πίσω από τον φακό» εστιάζει στις συνθήκες στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, στην καινοτομία των πρωτοπόρων της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, αναδεικνύει τη γυναικεία προσωπικότητα μέσα στην κοινωνία των Βλάχων, που ήταν αφανής, αλλά και ακρογωνιαίος λίθος της οικογένειας και τον ρόλο της εκπαίδευσης μέσα από φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο που χάρισε ο γιος του Μίλτου Μανάκη, Λεωνίδας στον πρέσβη επί τιμή Αλέξανδρο Μαλλιά και παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό.
Το φωτογραφικό αρχείο μαζί ιδιόχειρη επιστολή του γιου του Μίλτου Μανάκη προς τον Αλέξανδρο Μαλλιά, πρώτο διπλωματικό αντιπρόσωπο της Ελλάδας στη Βόρεια Μακεδονία -τότε ΠΓΔΜ (1995-1999) παραδόθηκε το περασμένο καλοκαίρι στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα για αξιοποίηση μαζί με αρχειακό υλικό τηλεγραφημάτων και δημοσιευμάτων.
Η έκθεση «Γιάννης και Μίλτος Μανάκια. Τα πρόσωπα πίσω από τον φακό» είναι η πρώτη που διοργανώνεται στην Ελλάδα με βάση το αρχείο του Λεωνίδα Μανάκη και ταυτόχρονα και η πρώτη συμμετοχή του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στη Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, που διοργανώνει ο Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης – MOMus.
«Ο θεματικός προσανατολισμός της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης είναι η “Γεωκουλτούρα”, θεωρήσαμε ότι η έκθεση ταιριάζει απόλυτα και προτείναμε την ένταξή της σε μία μεγάλη διοργάνωση, επειδή και το θέμα της είναι σημαντικό και το αρχείο παρουσιάζεται πρώτη φορά», τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σταυρούλα Μαυρογένη, διευθύντρια Κέντρου Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΙΤ), επιμελήτρια της έκθεσης μαζί με την Φανή Τσατσάια, διευθύντρια του Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ).
Το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα είναι το μοναδικό που συμμετέχει με αυτόνομη έκθεση στη Μπιενάλε, υπογράμμισε η κ. Μαυρογένη, διευκρινίζοντας ότι στις φωτογραφίες από το αρχείο – θησαυρό, δωρεά του Αλέξανδρου Μαλλιά δεν υπήρξαν στοιχεία για τα πρόσωπα και τις περιοχές και ότι χρειάστηκε να ανατρέξει σε άλλο αρχειακό υλικό.
«Στάσου για λίγο εκεί να σε φωτογραφίσω…»
Το 1911 επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη ο σουλτάνος Μεχμέτ Ε’. Ο Μίλτος Μανάκης πηγαίνει να τον φωτογραφίσει. Σε συνέντευξή του στις 5 Δεκεμβρίου του 1963 εξιστορεί: «Ένας αξιωματούχος από τη συνοδεία του σουλτάνου έρχεται και μου λέει ότι δεν μου το επιτρέπει. Ήταν τότε που φώναξα τον σουλτάνο: “Στάσου για λίγο εκεί να σε φωτογραφίσω”. Ο σουλτάνος τότε είπε: “Άφησε το παιδί, άφησε το παιδί να κάνει τη δουλειά του”». Τότε έλαβε άδεια να ακολουθήσει τον σουλτάνο στην περιοδεία του, να τον φωτογραφίσει και να τον κινηματογραφήσει. «Μου έδωσαν την άδεια να τον κινηματογραφήσω και μάλιστα σε αυτό επηρέασε το γεγονός ότι ο θείος μου ήταν Βλάχος από την Βλαχοκλεισούρα, το χωριό του Μπράνισλαβ Νούσιτς (συγγραφέα και διπλωμάτη)», προσθέτει στη συνέντευξη.
Ο Γιάννης Μανάκης φωτογράφισε τον εγγονό του Ναπολέοντα στο Μοναστήρι το 1905, τόνισε η επιμελήτρια της έκθεσης. Τον φωτογράφισε χωρίς να καταλάβει αρχικά ποιος είναι. Όταν το αντιλαμβάνεται πηγαίνει και του δωρίζει τη φωτογραφία. Ο εγγονός του Ναπολέοντα του λέει: «Αυτό που κάνετε είναι πολύ σημαντικό, πολύ μεγάλο για αυτόν τον τόπο». «Όχι, πάρτε την φωτογραφία. Εγώ κάνω το κέφι μου», ήταν η απάντηση του Γιάννη Μανάκη.
Οι επισκέπτες της έκθεσης γνωρίζουν τους αδερφούς Μανάκια αρχικά από ένα χρονολόγιο και στη συνέχεια παρακολουθούν τα έργα τους, χωρισμένα στις θεματικές ενότητες «Πορτρέτα», «Γυναίκες» και «Κοινωνική Ζωή».
Στην ενότητα «Πορτρέτα» πρωταγωνιστούν οι άνθρωποι της περιοχής, οι μορφές των οποίων έμεναν μέχρι τότε στη μνήμη των οικείων τους μόνο με έργα ζωγράφων. «Η φωτογραφία είναι μία τεράστια επανάσταση, οι οικογένειες, οι συντεχνίες, τα χωριά, καλούν τους φωτογράφους στα σπίτι για να τους φωτογραφίσουν ή πηγαίνουν για φωτογράφιση στα φωτογραφικά ατελιέ. Εκεί όμως είναι στημένη η φωτογράφιση. Οι αδερφοί Μανάκη, όπως και οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι βγήκαν έξω. Πήραν τη φωτογραφική μηχανή και “ έπιασαν” τη ρεαλιστική στιγμή της ζωής, ανθρώπους την ώρα της εργασίας με λεκιασμένα ρούχα, παιδιά στο σχολείο», επισήμανε η επιμελήτρια της έκθεσης.
Σε ξεχωριστή ενότητα παρουσιάζονται οι φωτογραφίες γυναικών της βλαχικής κοινότητας, οι οποίες φορούν παραδοσιακές φορεσιές και ποζάρουν τις περισσότερες φορές με τον σύντροφό τους, όμως οι αδερφοί Μανάκη «αιχμαλωτίζουν» με τον φακό τους και ιδιαίτερες στιγμές. Φωτογραφίζουν μία γυναίκα να φλερτάρει και μία μητέρα με το παιδί στα χέρια, πρωτόγνωρες για την εποχή σκηνές.
«Η γυναίκα είναι στην ουσία ο στυλοβάτης της βλάχικης οικογένειας, μπορεί να μη μιλάει, μπορεί να ακολουθεί αυστηρούς κανόνες μέσα στη βλαχική κοινότητα, όμως είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος της. Περνά την παράδοση στην επόμενη γενιά, είναι ο άνθρωπος που διαφυλάσσει την γλώσσα, η οποία συνεχίζεται μέσα από τη μαμά, τη γιαγιά, τη θεία. Έχει επίσης την οικιακή οικονομία στα χέρια της και δίνει στους άνδρες της τη δυνατότητα της επαγγελματικής ανέλιξης. Η γυναίκα ήταν αφανής, όμως διατηρούσε την εσωτερική ισορροπία μέσα στο σπίτι και έδινε στο σύζυγο τα περιθώρια να δραστηριοποιηθεί», τόνισε η κ. Μαυρογένη.
Αναφερόμενη στην πρώτη ταινία στα Βαλκάνια «Οι Υφάντρες» (1905) των αδερφών Μανάκη, εξήγησε ότι ανέθεσαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη γιαγιά τους και την κινηματογράφησαν να γνέθει μαλλί και να υφαίνει στον αργαλειό, καθώς η κοινωνία ήταν ανδροκρατούμενη και ήταν δύσκολο να δεχθούν γυναίκες να πάρουν θέση απέναντι από τον φακό.
Στην ενότητα «Κοινωνική Ζωή» προβάλλονται οι δραστηριότητές των Βλάχων, η μικροτεχνία, η κτηνοτροφία, η καθημερινότητά τους, τα πανηγύρια, η μικροτεχνία, μέσα από τον φακό των αδερφών Μανάκη, αλλά και η εκπαίδευση.
«Ο Γιάννης Μανάκης ήταν δάσκαλος είχε ευαισθησία στο θέμα εκπαίδευση και παιδιά. Οι φωτογραφίες που παρουσιάζονται στην έκθεση είναι ένα χαρτογράφημα της εκπαίδευσης στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο», εξήγησε η κ. Μαυρογένη.
Η κινηματογραφική πορεία
Η κινηματογραφική πορεία των αδερφών Μανάκια παρουσιάζεται μέσα από το ντοκιμαντέρ του κινηματογραφιστή Άκη Λούκα, που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της έκθεσης.
«Οι αδελφοί Μανάκια ζουν και δραστηριοποιούνται σε μία ταραγμένη περίοδο, είναι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιουργούνται τα εθνικά κράτη και πρέπει να γίνουν πολίτες», υπογράμμισε η κ. Μαυρογένη.
Ανοίγουν το πρώτο τους φωτογραφικό εργαστήρι στα Γιάννενα στις αρχές 20ού αιώνα, στη συνέχεια εγκαθίστανται στο Μοναστήρι (Bitola), όπου μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργούν φωτογραφείο και κινηματογραφική αίθουσα. Μετά την καταστροφή του κινηματογράφου τους από πυρκαγιά, το 1939 ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου πέθανε. Ο Μίλτος έμεινε στο Μοναστήρι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί οι συνθήκες ήταν ιδεατές γι αυτόν, έγινε ο φωτογράφος του Τίτο. Ήθελε να γυρίσει πίσω, αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος.
«Οι αδελφοί Μανάκια ήταν δύο οραματιστές, ο Γιάννης πήγε σχολείο, άνοιξε το βλέμμα του, ο Μίλτος ακολούθησε τον αδερφό του, βγήκαν στην Ευρώπη έφυγαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και εκεί κόλλησαν το μικρόβιο του κινηματογράφου. Με την κάμερά τους «Bioscop 300», αγορασμένη από το Λονδίνο το 1905 από το Γιάννη Μανάκη ταξίδευαν στην ύπαιθρο και στα αστικά κέντρα σε μία περιοχή χωρίς δρόμους για να κινηματογραφήσουν και ο κόσμος τους γνώριζε και τους περίμενε. Ανήκουν στα Βαλκάνια», τόνισε η επιμελήτρια της έκθεσης.